καταρρίψει

καταρρίψει
καταρρί̱ψει , καταρρίπτω
throw down
aor subj act 3rd sg (epic)
καταρρί̱ψει , καταρρίπτω
throw down
fut ind mid 2nd sg
καταρρί̱ψει , καταρρίπτω
throw down
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα …   Dictionary of Greek

  • καθελκτικός — καθελκτικός, ή, όν (Μ) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καθελκύσει, να τραβήξει προς τα κάτω, να καταρρίψει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκτικός (< ἑλκτός < ἕλκω)] …   Dictionary of Greek

  • Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργαντάς, Νικόλαος — (1880 – 1958). Ολυμπιονίκης στη δισκοβολία και στη λιθοβολία. Αθλητής του Πανελληνίου ΓΣ, αφού καθιερώθηκε ως πανελλήνιος πρωταθλητής ρίψεων (στα αγωνίσματα ρίψεων συγκαταλεγόταν τότε και η λιθοβολία), συμμετείχε στην Ολυμπιάδα του Σεντ Λούις των …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ζελέζνι, Γιαν — (Jan Zelezny, Μλάντα Μπολέσλαβ 1966 –). Τσέχος ακοντιστής. Κέρδισε τρία χρυσά ολυμπιακά μετάλλια και ένα αργυρό, καθώς και τρία χρυσά μετάλλια και ένα χάλκινο σε παγκόσμια πρωταθλήματα. Στους Ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ, το 1988, εμφανίστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Ριχτχόφεν, Μάνφρεντ φον — (Richthofen, 1892 – 1918). Γερμανός αεροπόρος. Αρχικά υπηρέτησε στο ιππικό και κατόπιν στο πεζικό, όπου ανδραγάθησε και τιμήθηκε με τον «Σιδηρούν Σταυρό». Λίγο αργότερα ζήτησε και πέτυχε να καταταγεί στην αεροπορία, όπου εκπαιδεύτηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Χάμερ, Γιόζεφ φον- — (Hammer, 1774 – 1856). Αυστριακός ανατολιστής. Ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και έγινε αρχικά γραμματέας της αυστριακής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη (1802), φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του μυστικοσυμβούλου του αυτοκράτορα (1835). Επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Χάνεμαν, Σάμουελ — (Hahneman, 1755 – 1843). Γερμανός γιατρός, ιδρυτής της ομοιοπαθητικής μεθόδου. Το 1777 αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής στο Ερλάγγεν και εγκαταστάθηκε στη Δρέσδη όπου άσκησε το επάγγελμά του. Πολύ επιμελής και βαθύς μελετητής των τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”